- ανταλλαγή
- Η αλλαγή ενός πράγματος με έναάλλο. Στις πρωτόγονες οικονομίες, τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται πάντοτε μεταξύ τους (ο ψαράς προσφέρει τα ψάρια του στον αγρότη και παίρνει ως αντάλλαγμα σιτάρι), χωρίς προσφυγή στον ενδιάμεσο ρόλο του χρήματος. Αλλά η α. παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, όπως είναι π.χ. η ανάγκη, αν ένα πρόσωπο έχει στην κατοχή του ένα συγκεκριμένο πράγμα για α., να βρει ένα άλλο πρόσωπο που να θέλει να το δεχτεί και ταυτόχρονα να μπορεί να προσφέρει ως αντάλλαγμα στον πρώτο εκείνο ακριβώς το πράγμα που ο άλλος χρειάζεται. Υπάρχει επίσης η δυσκολία της εξίσωσης της αξίας των αγαθών που ανταλλάσσονται· η δυσκολία επίσπευσης ή αναβολής της αγοράς, ανάλογα με τη στιγμή στην οποία το πρόσωπο που θέλει να πραγματοποιήσει την α. για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα διαθέτει ένα άλλο αγαθό για να προσφέρει (ο αγρότης έχει ανάγκη από ένα καινούργιο αλέτρι την εποχή του οργώματος, αλλά μπορεί να το αποκτήσει μόνο με την α. ενός μέρους της σοδειάς, που ακόμα δεν υπάρχει). Όλες αυτές τις δυσκολίες τις παραμερίζει η λειτουργία του χρήματος, ενός αγαθού δηλαδή που παίζει τον ρόλο του ενδιάμεσου στις α. και είναι μέτρο και απόθεμα αξιών, πιστωτικός φορέας.
Στη σύγχρονη εποχή, υπήρξαν ορισμένες περιπτώσεις επιστροφής στην άμεση α., όπως στο τέλος των δύο παγκοσμίων πολέμων· επίσης, στις χώρες εκείνες όπου το νόμισμα είχε χάσει κάθε αξία εξαιτίας του πληθωρισμού. Ισοδυναμεί επίσης προς επιστροφή στην α. και το σύστημα των διεθνών α. με τον λογαριασμό συμψηφισμού (clearing)το οποίο, για να αποφευχθεί η χρήση χρυσού νομίσματος, έγινε αποδεκτό από πολλές χώρες ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους.
* * *η (AM ανταλλαγή)το να δίνει κανείς κάτι και να παίρνει κάτι άλλονεοελλ.φρ.1. «ανταλλαγή αιχμαλώτων» — αμοιβαία απελευθέρωση αιχμαλώτων με ειδικές συμφωνίες μεταξύ των εμπολέμων2. «ανταλλαγή δώρου» — το να δίνει κανείς κάποιο αντικείμενο σε ανταπόδωση δώρου που έλαβε3. «ανταλλαγή εδαφών» — αμοιβαία παραχώρηση εδαφών ή θαλάσσιων περιοχών κατά τη σύνταξη συνθηκών οριοθέτησης μεταξύ γειτονικών κρατών4. «ανταλλαγή πληθυσμών» — η αμοιβαία μετακίνηση πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφεται μεταξύ δύο χωρών5. «ανταλλαγή της ύλης» — ο μεταβολισμός.
Dictionary of Greek. 2013.